Το απόγευμα της 30ης Απριλίου του 1945, όταν ο Ερυθρός Στρατός εισέβαλε στο κέντρο του Βερολίνου, μετά την ομώνυμη μάχη, ο Αδόλφος Χίτλερ αυτοκτόνησε.
Πριν αυτοκτονήσει όρισε διάδοχό του τον αρχιναύαρχο Καρλ Ντένιτς (1891-1980). Ο Ντένιτς εκτιμούσε πως η καλύτερη λύση για τη Γερμανία ήταν η δρομολόγηση μιας «μερικής συνθηκολόγησης» με τις δυτικές συμμαχικές δυνάμεις.
Στόχος του ήταν να συνεχίσει τον πόλεμο κατά του Ερυθρού Στρατού και της Σοβιετικής Ένωσης για να σώσει, όπως έλεγε, «όσο το δυνατόν περισσότερους Γερμανούς υπηκόους από την εξόντωση που τους επιφύλασσε ο προελαύνων μπολσεβίκικος εχθρός». Τελική επιδίωξη του Ντένιτς: να αφήσει όσους Γερμανούς επιθυμούσαν να διαφύγουν στη Δύση και να ‘γλυτώσουν’ από την «ρωσική αρκούδα». Ευελπιστούσε μάλιστα πως οι δυτικές δυνάμεις θα συμμαχούσαν με τη ‘μεταχιτλερική Γερμανία’ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Τις διαπραγματεύσεις για την εφαρμογή του σχεδίου της «μερικής συνθηκολόγησης» ανέλαβε ο Χανς-Γκέοργκ Φρίντεμπουργκ, επιτελάρχης-ναύαρχος, (1889-1945). Ο Φρίντεμπουργκ συναντήθηκε ως εντεταλμένος του Ντένιτς, με τον Μπέρναρντ Μοντγκόμερι, τον αρχιστράτηγο, επικεφαλής των βρετανικών στρατευμάτων εισβολής, στο στρατηγείο του στην περιοχή της Lüneburger Heide(Κάτω Σαξωνία).
Στις 4 Μαΐου του 1945 υπογράφηκε «μερική συνθηκολόγηση», η οποία τέθηκε σε ισχύ την επόμενη ημέρα, στις 8:00 η ώρα το πρωί.
Αμέσως μετά ο Ντένιτς έδωσε εντολή στον αντιστράτηγο Άλφρεντ Γιολντ (1890-1946), αρχηγού του Επιτελείου Επιχειρήσεων της Ανώτατης Διοίκησης της Βέρμαχτ, να αναλάβει τις διαβουλεύσεις με τους Αμερικανούς για να επιτευχθεί είτε μία ακόμη «μερική συνθηκολόγηση» (ονομάζεται και προκαταρκτική συνθήκη), είτε τετραήμερη προθεσμία για τον τερματισμό των στρατιωτικών επιχειρήσεων «προς πάσα κατεύθυνση».
Ο Αμερικανός στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ αντελήφθη αμέσως ότι οι Γερμανοί επιδιώκουν να υπονομεύσουν τη συμμαχία των δυτικών και των σοβιετικών δυνάμεων κατά του Άξονα και έτσι επέμενε στην «άμεση και άνευ όρων γενική συνθηκολόγηση». Ενέκρινε δε προθεσμία 48 ωρών για να ανακοινωθεί το ‘μήνυμά’ του στις δυνάμεις της Βέρμαχτ.
Το πρωί της 7ης Μαΐου του 1945 ο Γερμανός αντιστράτηγος Γιολντ υπογράφει στο στρατηγείο των συμμάχων, στηΡεμς της Γαλλίας (στην ευθεία μεταξύ Παρισιού και Λουξεμβούργου) ως εντεταλμένος και μοναδικός αντιπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου τη «γενική συνθηκολόγηση» όλων των στρατιωτικών δυνάμεων του Ράιχ. Ταυτόχρονα υπέγραψε όμως και «συμπληρωματικό έγγραφο», το οποίο όριζε ότι η «γενική και άνευ όρων συνθηκολόγηση» όλων των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων θα υπογραφόταν και παρουσία του επικεφαλής των σοβιετικών στρατιωτικών δυνάμεων. Και αυτό διότι ο Ιωσήφ Στάλιν είχε διαμηνύσει πως «θα αναγνωρίσει την ισχύ της συνθηκολόγησης μόνον μετά την υπογραφή της από τον στρατάρχη Γκεόργκι Σούκοφ, επικεφαλής του Ερυθρού Στρατού, ο οποίος είχε εισβάλει στο Βερολίνο».
Έτσι στο σοβιετικό στρατηγείο, στο Berlin–Karlshorst, συγκεντρώθηκαν όλοι οι αντιπρόσωποι των συμμάχων, δυτικών και σοβιετικών, και οι ανώτατοι αξιωματούχοι της Βέρμαχτ για την τελική υπογραφή της «άνευ όρων συνθηκολόγησης».
Η συνθηκολόγηση υπεγράφη όμως καθυστερημένα: λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 8ης προς την 9η Μαΐου του 1945, αν και στο πρωτόκολλο της συνθήκης αναγράφεται ‘8η Μαΐου’.
Αυτό συνέβη, διότι υπήρξαν αλλαγές στο κείμενο, αλλά και λάθη και παραλήψεις στη ρωσική μετάφραση με αποτέλεσμα η σχεδιαζόμενη επίσημη υπογραφή για το μεσημέρι της 8ης Μαΐου να γίνει τα μεσάνυχτα προς την 9η Μαΐου 1945.
Με την υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης της ναζιστικής Γερμανίας τελείωσε και τυπικά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη.
Για τους περισσότερους Γερμανούς η σημερινή ημέρα συνδέεται με τις δυσάρεστες μνήμες του διωγμού του γερμανικού πληθυσμού από τις ιστορικές του εστίες, στην Ανατολική και στην Κεντρική Ευρώπη, και τη διχοτόμηση της χώρας τους και λιγότερο με το υπαρκτό και ανεξίτηλο τραύμα της εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων.
Οι ιστορικοί όροι για την 8η ή 9η Μαΐου το υποδηλώνουν: ορισμένοι ιστορικοί την θεωρούν «ημέρα απελευθέρωσης από το ναζιστικό ζυγό», άλλοι πάλι που βίωσαν την εποχή αυτή ως νεαροί ή ενήλικες την αποκαλούν απλώς «ημέρα της συνθηκολόγησης άνευ όρων», ενώ αρκετοί ιστορικοί κάνουν λόγο «για ώρα μηδέν».
Όσοι, όπως ο γνωστός συγγραφέας Τόμας Μαν ή ο διάσημος πολιτικός Βίλι Μπραντ, τόλμησαν χωρίς να είναι ιστορικοί να ονομάσουν την ημέρα αυτή «ημέρα απελευθέρωσης» τους κόλλησαν τη ρετσινιά του προδότη.
Οι Γερμανοί προτίμησαν να διαχωρίσουν τη μνήμη της δικής τους τραγωδίας από εκείνη του τραύματος της εξολόθρευσης των εβραίων. Η πλήρης συνειδητοποίηση του τι έγινε και γιατί, ήρθε το 1985, όταν ο χαρισματικός πρόεδρος της Γερμανίας Ρίχαρντ φον Βαϊτσέκερ μίλησε καθαρά για «απελευθέρωση της Γερμανίας».
Σήμερα 70 χρόνια μετά λίγοι είναι αυτοί που αμφισβητούν την αλήθεια των λόγων του Ρίχαρντ φον Βαϊτσέκερ υπογραμμίζουν όμως πως ήταν μια «απελευθέρωση με πικρή γεύση» ή κάνουν λόγο για «μια ήττα με προοπτική».
Πηγή: Gebhardt, Handbuch der deutschen Geschichte Band, 21-22. Επιμέλεια: Β.Π.