Με αυτόν τον τίτλο έγινε διάλεξη στις 11 Μαΐου στην Ελληνική Κοινότητα της Κολωνίας. Τη διάλεξη έκανε ο ιστορικός Ευάγγελος Χρυσός, ομότιμος καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η εκδήλωση ήταν κοινή διοργάνωση της Πολιτιστικής Ομάδας Πρωτοβουλίας ΠΟΠ και της Ελληνικής Κονότητας της Κολωνίας. Σήμερα παραθέτουμε με χαρά τη διάλεξη του κ. Χρυσού στους χρήστες μας.
«H ιστορία της Άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως και η σημασία της για την ελληνική εθνική όσο και για την Ευρωπαϊκή ιστορία, αλλά και ο θρύλος της Άλωσης είναι θέματα ευρύτερα γνωστά και μελετημένα.
Παρά ταύτα η επιστροφή αυτή στο γεγονός με την ευκαιρία της φετινής επετείου των 548 χρόνων, είναι πολύ χρήσιμη και ευπρόσδεκτη. Όχι μόνο ως μνημόσυνο και θρήνος για το Βυζάντιο που έσβησε στις 29 Μαϊου 1453, όσο ως αφετηρία ‘κάθαρσης της μνήμης’ μας για το τι και γιατί έγινε και τι παραλείφθηκε.Άλλωστε μπροστά στο φάσμα της οικονομικής χρεοκοπίας της Ελλάδας, όπου όλοι οι Έλληνες είμαστε και θύματα, αλλά και θύτες, η αναφορά στα έσχατα του Βυζαντίου οφείλει να είναι ένας βαθύτερος προβληματισμός για το έθνος μας και για την κοινωνία μας, και κυρίως για το μέλλον της κοινωνίας των παιδιών μας.
Την πόλη του Κωνσταντίνου τη συνόδευε ανέκαθεν – και δικαίως – η φήμη ότι λόγω της εξαιρετικής γεωγραφικής θέσης της και λόγω των τειχών της ήταν απόρθητη. Εξάλλου, τα τείχη της είχαν μείνει απόρθητα επί χίλια χρόνια, αφού για την άλωση της πόλης από τους σταυροφόρους το 1204 η αιτία δεν ήταν η βίαιη παραβίαση των τειχών.
Αλλά και σε ένα άλλο επίπεδο, το θρησκευτικό και το εσχατολογικό, η πόλη, ως η Νέα Ρώμη, θεωρείτο αιώνια, αφού η αδιάκοπη ρωμαϊκή της υπόσταση ήταν συναρτημένη με την αιωνιότητα της ιδέας της Ρώμης (urbs aeterna).
Επιπλέον, στη συνείδηση των Χριστιανών είχε καθιερωθεί και ως η Νέα Σιών, η Νέα Ιερουσαλήμ, και ασφαλώς – έτσι πίστευαν όλοι – ο ιστορικός της βίος θα τελείωνε μόνον στα έσχατα των καιρών, με την έλευση του Αντιχρίστου, που θα προανήγγελλε το τέλος του κόσμου και του χρόνου.
Πώς λοιπόν έφτασαν τα πράγματα έως εκεί; Πώς έπεσε η Πόλη;
Για τον ιστορικό, που έχει το προνόμιο να κρίνει τα πράγματα εκ των υστέρων, δεν υπάρχουν σοβαρές απορίες. Με τα δεδομένα που ίσχυαν την κρίσιμη εκείνη εποχή, η άλωση της Πόλης ήταν αναπόδραστη, παρά τη φαινομενικά απόρθητη οχύρωσή της.
Ας δούμε, εν απολύτω συντομία, τα δεδομένα αυτά:
-Καταρχήν οι επιτιθέμενοι Οθωμανοί είχαν καταλυτική στρατιωτική υπεροχή. Διέθεταν έναν μεγάλο σε μέγεθος και καλά οργανωμένο στρατό, καλοπληρωμένο και καλο-ασκημένο, στον οποίο είχαν στρατολογηθεί όχι μόνον μουσουλμάνοι συνοδοιπόροι του σουλτάνου από την Ανατολή, αλλά και πολλοί άλλοι, δυτικοί και Βαλκάνιοι, ακόμη και Έλληνες στρατιώτες και τεχνικοί, όλοι ανυπόμονοι να εκπορθήσουν την Πόλη, για να μετάσχουν στο μεγάλο φαγοπότι της λεηλασίας που θα ακολουθούσε κατ’ εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου περί του πολέμου. Άλλωστε ο επιτιθέμενος στρατός των Οθωμανών βρισκόταν στη συντριπτική αναλογία ένας προς δεκαπέντε (!) σε σχέση με τους υπερασπιστές της Πόλης.
-Επίσης ο Πορθητής είχε την ευφυΐα να δεχθεί τη συμβουλή σοφών συμβούλων του και έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία της οθωμανικής κατάκτησης δημιούργησε μέσα σε δυο μόλις χρόνια έναν ισχυρό πολεμικό στόλο, τη διοίκηση του οποίου ανέθεσε σε πολύπειρους χριστιανούς εξωμότες. Με τον στόλο αυτόν απέκλεισε τη Βασιλεύουσα από την θάλασσα. Έτσι, κι αν ακόμη έφτανε η πολυπόθητη βοήθεια από τη Δύση, που αναμενόταν ως συνώνυμη της σωτηρίας, αλλά δεν έφτασε ποτέ, θα χρειαζόταν η βοήθεια αυτή να διασπάσει τον κλοιό των τουρκικών πλοίων, μερικά από τα οποία βρέθηκαν, όπως γνωρίζετε, μέσα στον Κεράτιο Κόλπο μετά την επιτυχή εφαρμογή του εντυπωσιακού τεχνάσματος της καθέλκυσής τους από ξηράς. Ήταν ένα ευφυές σε σύλληψη και τολμηρότητα τέχνασμα που μας το θύμισε πρόσφατα το νέο τολμηρό σχέδιο του Ερντογάν για νέο, τεχνητό ισθμό δυτικά του Βοσπόρου.
-Απολύτως καθοριστική ήταν ωστόσο η επιτυχής ανάπτυξη και εφαρμογή της νέας πολεμικής τεχνολογίας, που ήταν τα κανόνια. Η Πόλη ήταν πράγματι απόρθητη από την ξηρά, λόγω των τειχών της, αλλά βέβαια αυτό ίσχυε μόνον εφόσον και καθόσον είχε να αντιμετωπίσει την παλαιά πολιορκητική μηχανική. Όμως η νέα τεχνολογία του τηλεβόλου είχε πλέον ανατρέψει τα δεδομένα αυτά. Ο Μωάμεθ είχε την ευστροφία να δεχθεί τις υπηρεσίες χριστιανών μηχανικών από την Ουγγαρία, που μέσα σε ελάχιστο χρόνο κατασκεύασαν τεράστια κανόνια μεγάλου βεληνεκούς, που καθημερινά κτυπούσαν ανελέητα τα τείχη της Πόλης. Αλλά τα τείχη, χτισμένα πριν από χίλια χρόνια, εντυπωσιακά, επιβλητικά, όμορφα, δεν ήταν φτιαγμένα για να αντέξουν στις κανονιές του νέου πολεμικού θηρίου.
Δεν χρειάζεται λοιπόν να καταφύγουμε στον μύθο της προδοσίας από την Κερκόπορτα για να ερμηνεύσουμε το γεγονός της εκπόρθησης των τειχών. Όπως παρατηρεί ένας από τους σύγχρονους των γεγονότων ιστορικούς της αλώσεως, ο Κριτόβουλος, όλα τα άλλα όπλα που διέθεταν οι Οθωμανοί ήταν τελικά περιττά, «τῶν μηχανῶν τò πᾱν κατεργασμένων»·όλα τα έκαναν οι μηχανές, δηλαδή τα κανόνια. Ήταν η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία των πολέμων (!) που έγινε τέτοιας έκτασης και με τόσο καθοριστική επιτυχία χρήση της τεχνολογίας των πυροβόλων. Είχαν λοιπόν οι Οθωμανοί απόλυτη και καταλυτική υπεροπλία.
-Αλλά και σε άλλα επίπεδα, πέραν του στρατιωτικού, η κατάσταση για τους Βυζαντινούς δεν ήταν καλύτερη. Καταρχήν υπήρχε εμφανής έλλειψη πολιτικής και κοινωνικής συνοχής, ακόμη και μέσα στην ίδια την αυτοκρατορική οικογένεια.
Τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄, τον Παλαιολόγο και Δραγάση – το δεύτερο επώνυμο το όφειλε στη σερβίδα μητέρα του – ανταγωνίζονταν οι δυο από τους αδελφούς του, ο Δημήτριος και ο Θωμάς, άνδρες φιλόδοξοι και πείσμονες. Ο πρώτος ήταν ανθενωτικός και φιλικά διακείμενος προς τους Τούρκους, που μετά την άλωση τέθηκε υπό την προστασία του Μωάμεθ του Πορθητού, ο δεύτερος, ο Θωμάς, ήταν φιλενωτικός και μετά την άλωση κατέληξε στη Ρώμη υπό την προστασία του πάπα Πίου Β΄. Οι δυο αδελφοί του βασιλέως είχαν λοιπόν αναλάβει από ένα μέρος της εξουσίας στο Δεσποτάτο του Μορέως, έριζαν όμως διαρκώς μεταξύ τους και ενδιαφέρονταν για τα προσωπικά τους συμφέροντα, ακόμη και σε βάρος της κεντρικής αυτοκρατορικής κυβέρνησης, έτοιμοι για συνεννοήσεις και συμμαχίες, ακόμη και με τον εχθρό. Είχαν μάλιστα προσπαθήσει παλαιότερα ανεπιτυχώς να ανατρέψουν τον αυτοκράτορα και να καταλάβουν την εξουσία στην πρωτεύουσα με πραξικόπημα. Κανένας από τους δυο δεν προσπάθησε να εισέλθει στην πολιορκούμενη βασιλεύουσα, έστω με λίγους άνδρες της προσωπικής του φρουράς, για να υπερασπισθεί την Πόλη, όταν εκείνη αντιμετώπιζε τον έσχατο κίνδυνο.
Απόντες ήσαν βέβαια και πολλοί άλλοι. Πολλοί κάτοικοι της Πόλης εγκατέλειψαν τις εστίες του και έφυγαν για να γλυτώσουν από τις συνέπειες της Άλωσης, αφήνοντας την πατρίδα τους στο έλεος των πορθητών. Χρειάστηκε ειδικές ρυθμίσεις ο Μωάμεθ μετά την άλωση για να τους πείσει να επιστρέψουν στην πόλη τους.
Εξάλλου από τις γειτονικές και συμμαχικές – υποτίθεται – χώρες, όπως η Σερβία, δεν έσπευσε κανείς να βοηθήσει. Προς όλους αυτούς ο αυτοκράτορας είχε στείλει επίμονες εκκλήσεις να προστρέξουν σε βοήθεια, αλλά αυτοί κώφευσαν.
Γράφει χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Σφραντζής: «Από της Σερβίας, δυνατού όντος να αποστείλη χρήματα και κρυφίως από πολλά μέρη και ανθρώπους ομοίως δι’ άλλου τρόπου, είδε τις ένα οβολόν; Ναι, αληθώς έστειλαν πολλά και χρήματα και ανθρώπους εις τον αμηράν πολιορκούντα την Πόλιν, και εθριάμβευσαν αυτούς οι Τούρκοι και έδειξαν, ότι ιδού και οι Σέρβοι καθ’υμών εισι’. Τις των Χριστιανών ή τάχα του βασιλέως της Τραπεζούντος ή των Βλάχων, ή των Ιβήρων απέστειλαν ένα οβολόν ή έναν άνθρωπον εις βοήθειαν, ή φανερώς ή κρυφίως;»
Την απορία του Σφραντζή μπορούμε να την επεκτείνουμε: Πόσοι από τους υπόδουλους Έλληνες της Μικράς Ασίας, ή της Ελλάδας άφησαν τις δουλειές τους και τα σπίτια τους και έσπευσαν να υπερασπιστούν την Πόλη; Σχεδόν κανένας. Γιατί δεν το έκαναν; Η απάντηση στην ερώτηση αυτή θα βοηθούσε να κατανοήσουμε τα κίνητρα των δυνάμεων που τελικά έλαβαν μέρος στην άμυνα, αλλά και όσων δυνάμεων απέσχον από την αναμέτρηση στα τείχη της Πόλης και στα νερά του Κερατίου Κόλπου.
-Από την άλλη μεριά υπήρχε μια μικρή αλλά πολύ εύπορη ομάδα αριστοκρατών μέσα στην Πόλη, που κατείχε τα ανώτατα αξιώματα στη βυζαντινή Αυλή και συγχρόνως διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία μέσα στην Πόλη, αλλά είχε αναπτύξει και επιχειρήσεις σε ευρύ εμπορικό δίκτυο εκτός Πόλεως. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν φροντίσει, ο συσσωρευμένος πλούτος τους να φυγαδευτεί εκτός Κωνσταντινουπόλεως και να αποθηκευθεί με ασφάλεια στις τράπεζες της Γένοβας και της Βενετίας.
Ο ούγγρος μηχανικός Ουρβανός, πριν προσφέρει τις τεχνικές του γνώσεις στον σουλτάνο για την κατασκευή των μεγάλων κανονιών, είχε προσπαθήσει να θέσει τις υπηρεσίες του στην δοκιμαζόμενη Κωνσταντινούπολη, ώστε με τα νέα φοβερά όπλα να απωθήσει εκείνη τους επιτιθέμενους εχθρούς, αφού τα μικρά πολυβόλα που διέθεταν οι αμυνόμενοι ήταν ατελή και πάντως αποδείχτηκαν μη αποτελεσματικά. Αλλά ο αυτοκράτορας είχε δηλώσει αδυναμία να πληρώσει για τις υπηρεσίες αυτές. Ίσως – αυτό είναι βέβαια μια απλή υπόθεση – να είχε αποτραπεί η καταστροφή, έστω προσωρινά, αν οι αριστοκράτες της βυζαντινής πρωτεύουσας είχαν αποφασίσει να συνδράμουν οικονομικά τη χειμαζόμενη πατρίδα τους. Αλλά αυτοί προτίμησαν να διασφαλίσουν τα οικονομικά τους αποθέματα για την αναμενόμενη επόμενη φάση ζωής των οικογενειών τους μετά την Άλωση. Μνημονεύεται επίσης ότι Βυζαντινοί έμποροι κρασιού εξαγόραζαν εικονικά τη βενετική υπηκοότητα, ώστε ως ξένοι υπήκοοι να πωλούν το εμπόρευμά τους ατελώς στους συμπολίτες τους, σε βάρος του κρατικού ταμείου!
Για τον πιο επώνυμο από όλους, τον Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, γνωρίζουμε ότι δεν πρόλαβε να ζήσει αυτή τη δεύτερη φάση, παρ’ όλον ότι προς στιγμήν ο Μωάμεθ φαίνεται ότι σκέφτηκε να τον ορίσει έπαρχο της Πόλης υπό οθωμανική κυριαρχία. Έτσι ο Νοταράς είδε τελικά να θανατώνονται οι γιοί του μπροστά στα μάτια του πριν θανατωθεί και ο ίδιος από τους κατακτητές. Ωστόσο οι κόρες του πρόλαβαν να φύγουν και είχαν εγκατασταθεί στη Βενετία. Ιδιαίτερα για την κόρη του Άννα Παλαιολογίνα Νοταρά διαθέτουμε ασφαλείς πληροφορίες ότι διέθετε μεγάλο πλούτο και ανέπτυξε ευρεία κοινωνική δράση στη Βενετία για πολλά χρόνια μετά την Άλωση.
Θα μείνω λίγο στην περίπτωση του Νοταρά όχι μόνον γιατί ήταν το σημαντικότερο και ισχυρότερο πρόσωπο μετά τον αυτοκράτορα, αλλά και γιατί η προσωπική του ιστορία ρίχνει φως στην κατάσταση που περιγράφω. Ο Λουκάς Νοταράς είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία μέσω του εμπορίου παστών ψαριών. Φιλόδοξος, φιλοχρήματος, ανοικτά φιλότουρκος και με σημαντικές διασυνδέσεις με κορυφαίους Οθωμανούς αξιωματούχους της εποχής, κατά τη θρησκευτική διαμάχη για την ένωση Ρώμη, αν και αρχικά ενωτικός πιθανόν λόγω των εμπορικών διασυνδέσεων του με τους Βενετούς, μετέβαλε άποψη και πήρε μαχητικά το μέρος, ως ηγετική πλέον φυσιογνωμία, στο κίνημα των ανθενωτικών, οργανώνοντας στην περίοδο πριν από την Άλωση και σε σαφή απόκλιση από τη στάση του αυτοκράτορα, πολυάριθμες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον της ένωσης και των υποστηρικτών της. Η φράση του που άφησε ιδιαίτερη εντύπωση στην ιστορική βιβλιογραφία περιγράφει χαρακτηριστικά την θέση του:
Προτιμότερο είναι να δω να βασιλεύει στην πόλη το τουρκικό τουρμπάνι παρά η λατινική τιάρα: «κρειττότερον εστίν ειδέναι εν τη μέση τη πόλει φακίολον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν Λατινικήν». Ο αυτοκράτορας, αν και ενωτικός, στην απέλπιδα προσπάθειά του να κατευνάσει την ανθενωτική πτέρυγα και να συμφιλιώσει τους θρησκευτικά διχασμένους Βυζαντινούς πριν από την επικείμενη πολιορκία των Τούρκων, αποφάσισε τον διορισμό του Νοταρά στη θέση του Μεγάλου Δούκα, αξίωμα με ευρύτατες εξουσίες, οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές. Ο Νοταράς αποδέχτηκε την ύψιστη θέση. Ωστόσο ο διορισμός του απέτυχε να κατευνάσει τους ανθενωτικούς, οι οποίοι είδαν την αποδοχή του ως εξαγορασθείσα προδοσία με αποτέλεσμα να αποκτήσει πλέον εχθρούς και στα δύο θρησκευτικά στρατόπεδα.
Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας τού ανέθεσε την άμυνα του νοτιοδυτικού τομέα του θαλάσσιου τείχους, το οποίο, σε αντίθεση με το δυτικό (χερσαίο) και το βόρειο (θαλάσσιο του Κεράτιου κόλπου), ήταν ήρεμο σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Κατά τον Φραντζή ήταν επικεφαλής μόνο ενός εφεδρικού τμήματος ιππέων και τοξοτών στο βόρειο άκρο του δυτικού τείχους. Μεταξύ αυτού και του διοικητή της άμυνας της πόλης, του Ιουστινιάνη, αναπτύχθηκε συγκρουσιακή σχέση λόγω της άρνησής του Νοταρά να σπεύσει σε βοήθεια σε κρίσιμες φάσεις της μάχης, γεγονός που προκάλεσε την ιστορική έκρηξη θυμού του που συνοδεύτηκε από βαρείς χαρακτηρισμούς. Η προσωπική παρέμβαση του αυτοκράτορα σ” αυτήν, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις αποσόβησε τα χειρότερα, αλλά οι σχέσεις των δύο αντρών παρέμειναν τεταμένες μέχρι τέλους (ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε θανάσιμα στη διάρκεια μάχης γύρω από ένα ρήγμα του τείχους).
Κατά μια πληροφορία, την ημέρα της Άλωσης συνελήφθη στο σπίτι του. Αργότερα την ίδια ημέρα κι ενώ οι αψιμαχίες συνεχίζονταν στη Κωνσταντινούπολη, ο Νοταράς εμφανίστηκε να συνοδεύει τον Μωάμεθ Β’ στην περιήγησή του στο κέντρο της πόλης και ιδιαίτερα στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, όπου και του ανακοινώθηκε από τον ίδιο το σουλτάνο ο διορισμός του ως διοικητή της πόλης με αυξημένες αρμοδιότητες (μάλιστα διέταξε και του καταβλήθηκαν 100 άσπρα ως δώρο για κάθε μέλος της οικογένειάς του). Ο σουλτάνος είχε από νωρίς μεριμνήσει για την προστασία της ζωής και της περιουσίας του, ενώ ο ίδιος, αν και είχε τη δυνατότητα, δεν επιδίωξε να διαφύγει. Στη διάρκεια της συνάντησής τους ο Νοταράς αποκάλυψε στο Μωάμεθ τη συνωμοτική δράση του φιλέλληνα (κατά άλλους χρηματιζόμενου) Μέγα Βεζύρη Κανταρλή Χαλήλ, γεγονός που προκάλεσε την άμεση αποπομπή και εκτέλεσή του. Επίσης του ζητήθηκε κατάλογος όλων των Βυζαντινών ευγενών της Πόλης. Όλοι οι ευγενείς οι αναφερόμενοι στον κατάλογο, που συνέταξε ο Νοταράς και παρέδωσε στον Μωάμεθ, συνελήφθησαν ή εξαγοράστηκαν από τους δεσμώτες τους αντί χιλίων άσπρων και καρατομήθηκαν.
Στη συνέχεια ο Νοταράς δέχτηκε την τιμητική επίσκεψη του σουλτάνου στην οικία του, όπου έγινε αποδέκτης των τυπικών βασιλικών τιμών εκ μέρους της οικογένειας καθ” οδόν προς τα αυτοκρατορικά ανάκτορα για τον εορτασμό των επινίκιων. Το ίδιο απόγευμα ο Νοταράς αποκεφαλίστηκε μαζί με τους δύο μεγαλύτερους γιους του. Kατά την επικρατέστερη άποψη αρνήθηκε να παραχωρήσει οικειοθελώς τον τρίτο και νεώτερο γιο του στο σουλτανικό χαρέμι κατόπιν σχετικής παραγγελίας του Μωάμεθ.
Μια δεύτερη εκδοχή για την εκτέλεση του Νοταρά αναφέρει ο Βυζαντινός ιστορικός της εποχής Δούκας, που μαζί με τον λατίνο Barbarus και τον Φραντζή (ο οποίος στο μοναδικό θεωρούμενο γνήσιο έργο του «Χρονικόν Minus» γενικά απέχει από οποιαδήποτε αιχμή κατά του Νοταρά, πιθανόν χάριν ευγνωμοσύνης προς την κόρη του Άννα) είναι οι μόνες διαθέσιμες πηγές των γεγονότων από την Βυζαντινή πλευρά. Αναφέρει ότι ο Νοταράς ως διαχειριστής του αυτοκρατορικού ταμείου φρόντισε να αποκρύψει από τον Παλαιολόγο ένα σημαντικό ποσό χρημάτων, με το οποίο προσπάθησε στη συνέχεια να εξαγοράσει την ευμένεια του Μωάμεθ παραδίδοντάς το στον σουλτάνο με την κατάληψη της πόλης. Η ενέργειά του δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ο σουλτάνος θεώρησε την πράξη ως προδοσία προς τον αυθέντη του, δεδομένου ότι τα αποκρυβέντα χρήματα, που κανονικά θα διαθέτονταν για την άμυνα της πόλης, περιόρισαν σημαντικά τα ήδη πενιχρά μέσα άμυνάς της.
Άλλοι μελετητές αμφισβητούν τα τυχόν ευγενή κίνητρα πίσω από την εκτέλεση του Νοταρά, σημειώνοντας ότι ο Μωάμεθ στη προσωπική του διαδρομή ουδέποτε επέτρεψε στον εαυτό του αισθήματα ευγνωμοσύνης και σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η προσωπικότητα που θα συγκαταθέτονταν να μοιραστεί τη νίκη του με άλλα πρόσωπα σκιάζοντας τον θρίαμβό του.
Μετά την εκτέλεσή του η περιουσία του Νοταρά στην Πόλη κατασχέθηκε και η σύζυγος του Παλαιολογίνα πουλήθηκε ως σκλάβα και πέθανε στον δρόμο για την Αδριανούπολη. Πριν τα γεγονότα δύο μέλη της οικογένειας είχαν καταφέρει να διαφύγουν με γενουατικά πλοία, η κόρη του Άννα και η θεία της, οι οποίες κατέληξαν στην Βενετία, όπου ο Νοταράς είχε μεταφέρει πριν την Άλωση το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του. Η ιστορία του Νοταρά είναι δραματική, αλλά και ανατριχιαστική στις λεπτομέρειές της, παρόλον ότι είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τα πραγματικά γεγονότα από τις διαδόσεις.
Κυρίως όμως ήταν εντελώς αδιέξοδη η κατάσταση των πολιορκημένων στο ψυχολογικό επίπεδο, γιατί ήταν βαθύτατα διαιρεμένοι μεταξύ τους. Τους χώριζε το βασανιστικό δίλημμα αν θα δέχονταν την υποταγή τους ως Ορθοδόξων στην εξουσία του πάπα Ρώμης, ασπαζόμενοι την Ένωση, την οποία είχε υποχρεωθεί να υπογράψει η πολιτική και η εκκλησιαστική ηγεσία στη Σύνοδο της Φλωρεντίας το 1439 ως προϋπόθεση για να έλθει τυχόν στρατιωτική βοήθεια από την Δύση, ή θα αρνιόνταν να υποκύψουν σε ό,τι πίστευαν ότι αποτελούσε άρνηση της ορθόδοξης πίστης και αυτοαναίρεση της ταυτότητάς τους. Η βαθύτατη ρήξη μεταξύ των δυο παρατάξεων είχε οδηγήσει την ανθενωτική πλειοψηφία σε ακρότητες, ώστε να αρνείται ακόμη και να προσευχηθεί με τους αντιπάλους της φιλενωτικούς. Απέφευγαν λοιπόν οι ανθενωτικοί ακόμη και τις εκκλησίες όπου λειτουργούσαν φιλενωτικοί κληρικοί. Έτσι απέφευγαν ακόμη και την είσοδό τους στην Αγία Σοφία και φυσικά αρνιόνταν να προσευχηθούν με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο και υπέρ της βασιλείας του, υποπτευόμενοι ότι ήταν έτοιμος να απαρνηθεί την πίστη του για να σώσει τον θρόνο του. Η τόσο απόλυτα αρνητική στάση των ανθενωτικών οδήγησε τον μετριοπαθή φιλενωτικό πατριάρχη Γρηγόριο, που φυσικά οι ανθενωτικοί δεν τον αναγνώριζαν, αλλά τον λοιδορούσαν, στο απονενοημένο διάβημα να εγκαταλείψει την Πόλη και να εγκατασταθεί στη Ρώμη, κάτι που φυσικά έκαμε το ρήγμα ακόμη μεγαλύτερο. Έτσι στην κρίσιμη στιγμή ο νόμιμος, αν και όχι αποδεκτός από όλους πατριάρχης, δηλαδή η εκκλησιαστική ηγεσία βρισκόταν μακριά, στη Ρώμη.
Φυσικά οι ανθενωτικοί ήταν πεπεισμένοι ότι όφειλαν να μη δεχθούν ό,τι θεωρούσαν εκβιασμό του πάπα, δηλαδή να μην αποδεχθούν την εκκλησιαστική υποταγή τους προκειμένου να σταλεί στρατιωτική βοήθεια για την απώθηση της άμεσης τουρκικής απειλής. Άλλωστε η διαφωνία μεταξύ των εκκλησιών είχε πια ξεφύγει από τα καθαρώς θεολογικά ζητήματα.
Στην ουσία η αρνητική συμπεριφορά πήγαζε από τη βαθιά δυσφορία και καχυποψία των Βυζαντινών για τους Δυτικούς, που οφειλόταν εν πολλοίς στην εμπειρία της καταστροφής, της λεηλασίας και της ταπείνωσης που γεύτηκε η ελληνική Ανατολή κατά την πρώτη Άλωση εκ μέρους της λεγόμενης Τετάρτης Σταυροφορίας το 1204 και της Φραγκοκρατίας που ακολούθησε. Ήδη το 1339 ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός είχε υπογραμμίσει σε ομιλία του ενώπιον του εξόριστου πάπα Βενεδίκτου ΙΒ΄ στην Αvignon ότι «δεν είναι τόσο η διαφορά στο δόγμα που αποξενώνει τις καρδιές των Ελλήνων από εσένα, όσο το μίσος που έχει εισέλθει στην ψυχή τους εναντίον των Λατίνων για τα μεγάλα κακά που έχουν υποστεί κατά καιρούς και υποφέρουν ακόμη καθημερινώς. Αν δεν απομακρυνθεί αυτό το μίσος από αυτούς δεν μπορεί να υπάρξει ένωση». Είναι άλλωστε προφανές ότι χωρίς την καταστροφή του 1204 όχι μόνο το ψυχολογικό ρήγμα με τη Δύση δεν θα υπήρχε, αλλά ούτε και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ως πολιτικό, δημογραφικό και οικονομικό μέγεθος, θα είχε φθάσει σε τέτοιο έσχατο σημείο παρακμής, ώστε να πέσει εύκολη λεία στην αρπακτικότητα των Οθωμανών. Ας το πούμε απλά: Χωρίς την πρώτη άλωση του 1204 ίσως δεν θα είχαμα τη δεύτερη του 1453.
Πάντως τώρα πια και λίγο πριν από την τελική επίθεση των Οθωμανών ίσχυε αυτό που λέει επιγραμματικά ο Donald Nicol, ότι τις παραμονές της Άλωσης «υπήρχε εκκλησία χωρίς πατριάρχη και ένας αυτοκράτορας χωρίς αυτοκρατορία».
Ο χρονογράφος Σφραντζής μας πληροφορεί ότι την ιδέα να εκλεγεί ως νέος πατριάρχης ο έλληνας καρδινάλιος Ισίδωρος, που είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη με 200 τοξότες το φθινόπωρο του 1452, την απέρριψε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος επικαλούμενος τον «έσωθεν πόλεμον»: «Διότι πατριάρχου γενομένου ένι χρεία πάντες να πείθωνται αυτώ, ή έχθρα να γένηται και πόλεμος μεγάλος μέσον αυτού και των μη πειθομένων αυτώ. Και εις τοιούτον καιρόν, οπού μας επεμβαίνει έξωθεν πόλεμος, να έχωμεν και έσωθεν πόλεμον, πόσον κακόν.»
Έμεινε λοιπόν η εκκλησία χωρίς πατριάρχη, γιατί η τυχόν παρουσία του θα προκαλούσε τον έσωθεν πόλεμο! Αυτή η εσωτερική διάλυση του αμυντικού μετώπου ήταν σε επίπεδο ψυχολογικό και ιδεολογικό μιας άλλης μορφής άλωση πριν από την άλωση. Ήταν η «έσωθεν Άλωσις».
Είναι δε τραγικό ότι ο σουλτάνος γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε στο εσωτερικό μέτωπο των Βυζαντινών και, όπως παραδίδουν οι ιστορικοί, στις επιτελικές συσκέψεις του με τους συμβούλους του παρουσίαζε αυτό το εσωτερικό σχίσμα ως ένα βασικό πλεονέκτημα γι’ αυτόν στον ψυχολογικό πόλεμο εναντίον της πρωτεύουσας της χριστιανοσύνης.
Η δραματική αυτή κατάσταση της εμπάθειας, της ασυνεννοησίας, του ρήγματος, φυσικά δεν αναιρεί το μεγαλείο της αυτοθυσίας αυτών των λίγων υπερασπιστών της Πόλης, περίπου 5.000 Ελλήνων και περίπου 2.000 ξένων, κυρίως Γενοβέζων και Βενετών, οι οποίοι, με επικεφαλής τον άτυχο αλλά γενναίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι για τη σωτηρία της Πόλης. Οι παραινέσεις του Κωνσταντίνου προς τους μαχητές και τον άμαχο πληθυσμό, που βγήκε να λιτανεύσει τις εικόνες κατά την τελευταία ημέρα πριν από την τελική επίθεση, κωδικοποιούν με τρόπο λιτό και απέριττο τις αξίες που συγκροτούσαν την ιδιαιτερότητά τους και που έμελλε να καταγραφούν στη συνείδηση του υπόδουλου γένους ως η ταυτότητά τους. Σύμφωνα με την παράδοση που κατέγραψε ο μεταγενέστερος επεξεργαστής του Χρονικού του Γεωργίου Σφραντζή, ο Κωνσταντίνος, διακήρυξε τα σχεδόν αυτονόητα: «Δια τέσσερα τινά οφείλεται κοινώς εσμέν πάντες, ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζην». «Πρώτον, εν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως, δηλαδή της χριστιανικής πολιτείας, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων». Αυτή η «κοινή οφειλή πάντων» «να πεθάνουμε για την πίστη, την πατρίδα, την πολιτεία και την οικογένεια», θα λειτουργήσει, ως παρακαταθήκη του μάρτυρα αυτοκράτορα, προς τις επερχόμενες γενιές του γένους των Ρωμιών, ως παρακαταθήκη του Βυζαντίου προς τους Νεοέλληνες.
Αυτό είναι και το σημείο αφετηρίας, θα έλεγα, για μας σε μια ώρα μνήμης. Βλέποντας τα πραγματικά γεγονότα με μάτια καθαρά, χωρίς φακούς που ωραιοποιούν το παρελθόν, δηλαδή μέσα από μια διαδικασία ‘κάθαρσης της μνήμης’, μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα, όσο βέβαια διδάσκει η ιστορία, τόσο από τον ηρωισμό των μαρτύρων του γένους όσο και από την αδυναμία και ανικανότητα των πρωταγωνιστών του δράματος να αρθούν πάνω από τα τεχνητά αδιέξοδα που έθετε η τραγική συγκυρία, στην οποία είχε περιπέσει το γένος, τα οποία πυροδοτούσαν οι διαφωνίες με τη δυναμική της μοιραίας αυτοκαταστροφής. «
Ευάγγελος Χρυσός, ομότιμος καθηγητής της Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών